επιτελεστικός

επιτελεστικός
-ή, -ό (Α ἐπιτελεστικός, -ή, -όν) [επιτέλεσις]
αυτός που είναι κατάλληλος ή συντελεί στην πραγματοποίηση τού ποθούμενου
αρχ.
1. ενεργητικός («ὅσοι δὲ τῶν μικρῶν ὑγραῑς σαρξὶ κεχρημένοι εἰσί, καὶ χρώμασι διὰ ψυχρότητα, γίγνονται ἐπιτελεστικοί», Αριστοτ.)
2. ο κατάλληλος για πανηγυρισμό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐπιτελεστικός — capable of effecting one s purpose masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτελεστικά — ἐπιτελεστικός capable of effecting one s purpose neut nom/voc/acc pl ἐπιτελεστικά̱ , ἐπιτελεστικός capable of effecting one s purpose fem nom/voc/acc dual ἐπιτελεστικά̱ , ἐπιτελεστικός capable of effecting one s purpose fem nom/voc sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτελεστικόν — ἐπιτελεστικός capable of effecting one s purpose masc acc sg ἐπιτελεστικός capable of effecting one s purpose neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτελεστικώτατον — ἐπιτελεστικός capable of effecting one s purpose masc acc superl sg ἐπιτελεστικός capable of effecting one s purpose neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτελεστικαί — ἐπιτελεστικός capable of effecting one s purpose fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτελεστικοί — ἐπιτελεστικός capable of effecting one s purpose masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτελεστική — ἐπιτελεστικός capable of effecting one s purpose fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτελεστικήν — ἐπιτελεστικός capable of effecting one s purpose fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτελεστικῷ — ἐπιτελεστικός capable of effecting one s purpose masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτελεστικώτατος — ἐπιτελεστικός capable of effecting one s purpose masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”