- επιτελεστικός
- -ή, -ό (Α ἐπιτελεστικός, -ή, -όν) [επιτέλεσις]αυτός που είναι κατάλληλος ή συντελεί στην πραγματοποίηση τού ποθούμενουαρχ.1. ενεργητικός («ὅσοι δὲ τῶν μικρῶν ὑγραῑς σαρξὶ κεχρημένοι εἰσί, καὶ χρώμασι διὰ ψυχρότητα, γίγνονται ἐπιτελεστικοί», Αριστοτ.)2. ο κατάλληλος για πανηγυρισμό.
Dictionary of Greek. 2013.